καθυποπτεύω

καθυποπτεύω
καθυποπτεύω (Α)
(επιτατ. τού υποπτεύω)
1. υποπτεύομαι, υποψιάζομαι
2. σκέπτομαι, συλλογίζομαι, μελετώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ὑπ-οπτεύω (< ὕπ-οπτος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καθυποπτεύει — καθυποπτεύω suspect pres ind mp 2nd sg καθυποπτεύω suspect pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθυποπτεύεται — καθυποπτεύω suspect pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθυποπτεύσειεν — καθυποπτεύω suspect aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθυπόπτευσον — καθυποπτεύω suspect aor imperat act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”